μισθολόγιο — το πίνακας των μισθών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους δημόσιας υπηρεσίας ή επιχείρησης: Οι υπάλληλοι ζητούν ναπροσαρμοστεί το μισθολόγιο με τον τιμάριθμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθολογικός — ή, ό [μισθολόγιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισθολόγιο 2. φρ. α) «μισθολογικά συστήματα» (οικον.) τα συστήματα αμοιβής τών εργαζομένων β) «μισθολογική κατάσταση» μισθολόγιο. επίρρ... μισθολογικώς και ά με μισθολογικό τρόπο, από την… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
μισθολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μισθολόγιο: Μισθολογικός πίνακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)